παινάδι

παινάδι
παινάδι, το και παινέδι, το
ιδιότητα που είναι άξια να επαινεθεί, αρετή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παινάδι — και παινέδι, το αρετή, προτέρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινώ / παινεύω + κατάλ. άδι (πρβλ. ψεγ άδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”